- σωφρόνως
- благоразумно, сдержанно, здраво, целомудренно, рассудительно.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σωφρόνως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. σώφρονας … Dictionary of Greek
σωφρόνως — σώφρων of sound mind adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нецѣломоудрьно — (1*) нар. Нецеломудренно: нѣкыма женама мирьскыма свободь. двѣма вѣрныма нецѣломудрено живущима. еп(с)пъ же ѿ възвѣстившихъ ѹвѣдевъ что. расмотривъ же ѿ инѣхъ о семь. на молбу къ б҃у бѣаше. (μὴ σωφρόνως) ПНЧ XIV, 177г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
σώφρονας — ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α 1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν. γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. (για λόγους,… … Dictionary of Greek
φρόνηση — η / φρόνησις, ήσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φρόνασις Α γνώση τού ορθού, σύνεση, σωφροσύνη μσν. εγκράτεια («σωφρόνως τὴν ζωὴν διήνυσας... μετὰ φρονήσεως ἔσχες», Μηναί.) αρχ. 1. πρόθεση, σκοπός 2. αίσθηση, αντίληψη για κάτι 3. υψηλό φρόνημα, υπερηφάνεια… … Dictionary of Greek
ՈՂՋԱԽՈՀԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0512 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c մ. σωφρόνως modeste, prudenter ὐγιῶς integre, sane. Որպէս ողջախոհ. ողջմտութեամբ. իմաստութեամբ. զգօնութեամբ. զգաստութեամբ. *Ողջախոհաբար եւ սրբաշնապէս վերաթռուցեալս: Խորհէին… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)